Οι ενδιάμεσες υπηρεσίες (intermediary services) είναι υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών με πρωταρχικό ρόλο στην εφαρμογή του Κανονισμού DSA. Ως εκ τούτου, ο σαφής προσδιορισμός των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών είναι αναγκαίος ώστε να είναι δυνατή στην πράξη και η υπαγωγή τους στις διατάξεις του DSA.
Στο άρθρο 3 του DSA (Ορισμοί) η “ενδιάμεση υπηρεσία” ορίζεται ως μία από τις ακόλουθες υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών:
i) “απλή μετάδοση”: συνίσταται στη μετάδοση, σε δίκτυο επικοινωνιών, πληροφοριών που παρέχει αποδέκτης της υπηρεσίας, ή στην παροχή πρόσβασης σε δίκτυο επικοινωνιών
ii) “προσωρινή αποθήκευση”: συνίσταται στη μετάδοση, σε δίκτυο επικοινωνιών, πληροφοριών που παρέχει αποδέκτης της υπηρεσίας, και περιλαμβάνει την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των εν λόγω πληροφοριών, η οποία πραγματοποιείται με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών σε άλλους αποδέκτες κατόπιν αιτήματός τους
iii) “φιλοξενία”: συνίσταται στην αποθήκευση πληροφοριών που παρέχει αποδέκτης της υπηρεσίας, κατόπιν αιτήματός του”.
Η απλή μετάδοση δεν ορίζεται άμεσα στον DSA αλλά η έννοιά της προκύπτει έμμεσα από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 DSA, όπου προβλέπεται η υπό προϋποθέσεις απαλλαγή των παρόχων των υπηρεσιών από την ευθύνη για την πληροφορίες που μεταδίδονται ή στις οποίες παρέχεται πρόσβαση στους αποδέκτες των υπηρεσιών:
“1. Σε περίπτωση παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης σε δίκτυο επικοινωνιών, ο πάροχος της υπηρεσίας δεν φέρει ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες που μεταδίδονται ή στις οποίες παρέχεται πρόσβαση, υπό τον όρο ότι ο πάροχος:
α) δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών
β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης και
γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες.
2. Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδόμενων πληροφοριών, στον βαθμό που η εν λόγω αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και η διάρκειά της δεν υπερβαίνει τον χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση.”
Ομοίως ορίζεται εμμέσως και η έννοια της προσωρινής αποθήκευσης στο άρθρο 5 παρ. 1:
1. Σε περίπτωση παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε δίκτυο επικοινωνιών, ο πάροχος της υπηρεσίας δεν φέρει ευθύνη όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των εν λόγω πληροφοριών η οποία πραγματοποιείται με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αποδοτικότερη ή ασφαλέστερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών σε άλλους αποδέκτες της υπηρεσίας, κατόπιν αιτήματός τους, υπό τον όρο ότι ο πάροχος:
α) δεν τροποποιεί τις πληροφορίες
β) τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες
γ) τηρεί τους κανόνες που αφορούν την επικαιροποίηση των πληροφοριών, οι οποίοι καθορίζονται κατά τρόπο που αναγνωρίζεται και χρησιμοποιείται ευρέως από τον κλάδο
δ) δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται ευρέως και χρησιμοποιείται από τον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών και
ε) ενεργεί άμεσα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες που αποθήκευσε ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτές, μόλις λάβει πραγματική γνώση του γεγονότος ότι οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά ή η πρόσβαση στις πληροφορίες έχει απενεργοποιηθεί ή μια δικαστική ή διοικητική αρχή διέταξε την απόσυρση των πληροφοριών ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε αυτές.
Τέλος, στο άρθρο 6 παρ. 1-3 DSA προβλέπεται και η απαλλαγή των παρόχου ενδιάμεσων υπηρεσιών από την ευθύνη για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται κατόπιν αιτήματος του αποδέκτη της υπηρεσίας υπό τις σχετικές προϋποθέσεις:
1. Σε περίπτωση παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών η οποία συνίσταται στην αποθήκευση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας, ο πάροχος της υπηρεσίας δεν φέρει ευθύνη όσον αφορά τις πληροφορίες που αποθηκεύονται κατόπιν αιτήματος του αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τον όρο ότι ο πάροχος:
α) δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή παράνομο περιεχόμενο και, όσον αφορά αξιώσεις αποζημίωσης, δεν έχει αντίληψη των γεγονότων ή των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή το παράνομο περιεχόμενο ή
β) μόλις λάβει γνώση ή αντιληφθεί τα ανωτέρω, αποσύρει αμέσως το παράνομο περιεχόμενο ή απενεργοποιεί την πρόσβαση σε αυτό.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του παρόχου υπηρεσιών.
3. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όσον αφορά την ευθύνη, βάσει του δικαίου για την προστασία των καταναλωτών, των επιγραμμικών πλατφορμών που δίνουν στους καταναλωτές τη δυνατότητα να συνάπτουν εξ αποστάσεως συμβάσεις με εμπόρους, όταν η εν λόγω επιγραμμική πλατφόρμα παρουσιάζει το συγκεκριμένο πληροφοριακό στοιχείο ή καθιστά διαφορετικά δυνατή τη συγκεκριμένη συναλλαγή κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα ένας μέσος καταναλωτής να πιστέψει ότι οι πληροφορίες ή το προϊόν ή η υπηρεσία που αποτελεί αντικείμενο της συναλλαγής παρέχονται είτε από την ίδια την επιγραμμική πλατφόρμα είτε από αποδέκτη της υπηρεσίας που ενεργεί υπό την εξουσία ή τον έλεγχό της.
Δεδομένου ότι η παροχή των πληροφοριών στο διαδίκτυο και η χρήση τους από τους αποδέκτες αυτών των πληροφοριών γίνεται μέσω των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών, ο ρόλος τους σε σχέση με το παράνομο περιεχόμενο, την επιγραμμική παραπληροφόρηση και άλλους κοινωνικούς κινδύνους είναι κρίσιμος και ουσιώδης για τη διαφύλαξη θεμελιωδών δικαιωμάτων τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρηματικών και άλλων χρηστών. Ο DSA απαιτεί από τους διαδικτυακούς ενδιάμεσους φορείς (online intermediaries) και τις πλατφόρμες (platforms), όπως αγορές (marketplaces), κοινωνικά δίκτυα (social networks), πλατφόρμες ανταλλαγής περιεχομένου (content-sharing platforms), καταστήματα εφαρμογών (app stores) και διαδικτυακές πλατφόρμες ταξιδιών και καταλυμάτων (online travel and accommodation platforms), να επιδεικνύουν υπεύθυνη και επιμελή συμπεριφορά ώστε οι αποδέκτες των πληροφοριών να συναλλάσσονται και να αλληλεπιδρούν σε ένα ασφαλές, προβλέψιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό περιβάλλον διαφυλάσσοντας την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης καθώς και την επιχειρηματική ελευθερία, απαγορεύοντας τις διακρίσεις και παρέχοντας προστασία στους καταναλωτές, ελευθερίες και δικαιώματα που προβλέπονται και κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Charter of Fundamental Rights of the European Union).
Ο DSA αφορά και επικεντρώνεται σε παρόχους ορισμένων υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών και δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες η ενδιάμεση υπηρεσία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος άλλης υπηρεσίας η οποία δεν είναι ενδιάμεση υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ο DSA εφαρμόζεται σε κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη, σύμφωνα με τον ορισμό της υπηρεσίας στο άρθρο 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 (για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών).
Παράλληλα, οι πάροχοι ενδιάμεσων υπηρεσιών απαλλάσσονται από την ευθύνη για παράνομο περιεχόμενο, επιγραμμική παραπληροφόρηση και άλλους κοινωνικούς κινδύνους όταν περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών με ουδέτερο τρόπο με απλώς τεχνική και αυτόματη επεξεργασία των πληροφοριών που παρέχονται από τον αποδέκτη της υπηρεσίας. Ένα βασικό κριτήριο ευθύνης στο πλαίσιο αυτό είναι η γνώση ή ο έλεγχος εκ μέρους του παρόχου ενδιάμεσων υπηρεσιών των εν λόγω πληροφοριών, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που ο πάροχος συνεργάζεται σκοπίμως με τον αποδέκτη των υπηρεσιών για τη διεξαγωγή παράνομων δραστηριοτήτων, οπότε δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ουδετερότητας του εν λόγω παρόχου.