Posted in

Η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA)

Από τις 17 Φεβρουαρίου 2024 έχει τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 “Πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες” (Digital Services Act, DSA) που αφορά το περιεχόμενο που δημιουργείται από τους χρήστες (User Generated Content, UGC) και αναρτάται στους διαδικτυακούς ενδιάμεσους φορείς και τις πλατφόρμες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του DSA, ο DSA εφαρμόζεται σε “ενδιάμεσες υπηρεσίες που παρέχονται σε αποδέκτες της υπηρεσίας που είναι εγκατεστημένοι ή βρίσκονται στην Ένωση, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης των παρόχων των ενδιάμεσων υπηρεσιών αυτών.”

Η έννοια της ενδιάμεσης υπηρεσίας (intermediary service) για τους σκοπούς του DSA (άρθρο 3 (ζ) DSA) αναφέρεται σε υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (information society services) που έχουν την ακόλουθη μορφή:

i. απλή μετάδοση (mere conduit): μετάδοση, σε δίκτυο επικοινωνιών, πληροφοριών που παρέχει αποδέκτης της υπηρεσίας, ή παροχή πρόσβασης σε δίκτυο επικοινωνιών

ii. προσωρινή αποθήκευση: μετάδοση, σε δίκτυο επικοινωνιών, πληροφοριών που παρέχει αποδέκτης της υπηρεσίας, και περιλαμβάνει την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των εν λόγω πληροφοριών, η οποία πραγματοποιείται με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών σε άλλους αποδέκτες κατόπιν αιτήματός τους

iii. φιλοξενία: αποθήκευση πληροφοριών που παρέχει αποδέκτης της υπηρεσίας, κατόπιν αιτήματός του.

Ο σκοπός του DSA είναι να προωθήσει ένα ασφαλέστερο και πιο διαφανές διαδικτυακό περιβάλλον τόσο για τους χρήστες όσο και για τις επιχειρήσεις, εκτός των άλλων, μέσω της λογοδοσίας, ενισχύοντας παράλληλα την ασφάλεια των χρηστών και εστιάζοντας στην ασφάλεια και την προστασία των ανηλίκων βάσει ενός συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου για τη ρύθμιση του ψηφιακού τοπίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Ο DSA περιλαμβάνει 93 άρθρα και απαρτίζεται από σύνολο κανόνων που αφορούν, πρωτίστως, τον έλεγχο του περιεχομένου και τη λογοδοσία των πλατφορμών, κυρίως μέσω της θέσπισης ενός μηχανισμού ειδοποίησης και δράσης και της επιβολής υποχρεώσεων διαφάνειας στους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών με σκοπό την πρόληψη της διάδοσης παραπληροφόρησης και παράνομου και επιβλαβούς περιεχομένου. Επίσης προβλέπει μεταξύ άλλων την υποχρέωση παροχής εύκολα προσβάσιμων και φιλικών προς τον χρήστη μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης για την αναφορά επιβλαβούς ή παράνομου περιεχομένου και καταχρηστικής συμπεριφοράς, απαιτώντας από τους παρόχους να αναλαμβάνουν άμεση δράση για την αντιμετώπιση τέτοιων αναφορών.

Παρόλο που ο DSA εισάγει καινοτομίες όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο και την ορολογία, ταυτόχρονα έχει διατηρήσει εν μέρει προϋπάρχουσες διατάξεις της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (“οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο”).

Για παράδειγμα, η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο (Directive on electronic commerce ή E-Commerce Directive) προβλέπει μεταξύ άλλων ότι οι εξαιρέσεις από την ευθύνη (exemption liability) των φορέων παροχής υπηρεσιών “καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες οι δραστηριότητες του φορέα παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας περιορίζονται στην τεχνική διαδικασία χειρισμού και παροχής πρόσβασης σε δίκτυο επικοινωνίας διά του οποίου μεταδίδονται ή στο οποίο τίθενται σε προσωρινή αποθήκευση πληροφορίες που έχουν δοθεί από τρίτους, με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί πιο αποτελεσματική η μετάδοση”, εξαίρεση την οποία ακολούθησε και εξειδίκευσε ο DSA.

Σε αντίθεση όμως με την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο, ο DSA καινοτομεί εισάγοντας υποχρεώσεις και διαδικασίες, όπως οι υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας (due diligence obligations) για τους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών ή συμμόρφωσης εκ σχεδιασμού (compliance by design), οι οποίες αφορούν για πρώτη φορά περιεχόμενο που δημιουργείται από τους χρήστες (user generated content – UGC).